νομαρχείο

νομαρχείο
[номархио] ουσ ο управление нома округа.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νομαρχείο" в других словарях:

  • νομαρχείο — το κτήριο στο οποίο εδρεύει ο νομάρχης και οι νομαρχιακές υπηρεσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάρχης. Η λ., στον λόγιο τύπο νομαρχείον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νομαρχία — η (ΑΜ νομαρχία) [νομάρχης] διοικητική περιφέρεια που διοικείται από νομάρχη, νομός νεοελλ. 1. το αξίωμα τού νομάρχη 2. το οίκημα στο οποίο εδρεύει ο νομάρχης και οι νομαρχιακές υπηρεσίες, το νομαρχείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»